- επιπλήρωσις
- ἐπιπλήρωσις, ἡ (Α) [επιπληρώ]τέλεια πλήρωση, η πρόσθετη, η επί πλέον πλήρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπλήρωσις — refilling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλήρωσιν — ἐπιπλήρωσις refilling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληρώσεως — ἐπιπληρώσεω̆ς , ἐπιπλήρωσις refilling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)